- ζεστασιά
- [зэсгасья] ουσ. В. теплота.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ζεστασιά — η 1. μέτρια θερμοκρασία που προκαλεί ευχαρίστηση: Με πολλή δυσκολία άφησε τη ζεστασιά του κρεβατιού του και σηκώθηκε. 2. περιβάλλον γεμάτο αγάπη: Οικογενειακή ζεστασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεστασιά — η 1. θερμοκρασία ανεκτή και ευχάριστη, θαλπωρή («κι έχυνε στο κατάστρωμα τού κρεβατιού τη ζεστασιά») 2. φιλικό και γεμάτο αγάπη περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέσταση + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αθαλπής — ἀθαλπής, ές (AM) [θάλπος] ο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιά επίρρ. ἀθαλπέως … Dictionary of Greek
δανεικός — ή και ιά, ό (Μ δανεικός, ή, όν) [δάνειο] αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει σε άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος 3. επίρρ. δανεικά με δάνειο, με … Dictionary of Greek
ζέσταση — η [ζεσταίνω] η ζεστασιά … Dictionary of Greek
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek
θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
περιθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσ θαλπής] … Dictionary of Greek
προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… … Dictionary of Greek
σπιτήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός («σπιτήσια ζεστασιά») 2. (για εδέσματα) αυτός που κατασκευάζεται στο σπίτι, σπιτικός (α. «σπιτήσιο γλυκό» β. «σπιτήσιο ψωμί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίτι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)) … Dictionary of Greek